εὖνοι

εὖνοι
εὔνους
well-disposed
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὔνοι' — εὔνοια , εὔνοια goodwill fem nom/voc sg εὔνοιαι , εὔνοια goodwill fem nom/voc pl εὔνοια , εὔνοιος neut nom/voc/acc pl εὔνοιε , εὔνοιος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύνους — ουν (ΑΜ εὔνους, ουν, εὔνοος, οον) αυτός που διάκειται ευνοϊκά, ο ευμενής, ο φιλικός (α. «κτημάτων πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος συνετός τε καὶ εὔνοος», Ηρόδ. β. «οἱ ἐμοὶ εὖνοι» αυτοί που είναι φιλικοί προς εμένα, οι φίλοι μου, Ξεν. γ. «τὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”